τραχειακός

τραχειακός
ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τραχεία
2. φρ. α) «τραχειακός μυς»
ανατ. μυϊκό πέταλο που βρίσκεται στην οπίσθια επιφάνεια τής τραχείας
β) «τραχειακό βράγχιο»
ζωολ. τροποποίηση τού τραχειακού αναπνευστικού συστήματος η οποία παρατηρείται στις προνύμφες ορισμένων υδρόβιων εντόμων
γ) «τραχειακοί πνεύμονες»
ζωολ. αναπνευστικά όργανα τών αραχνοειδών, που συνίστανται σε σακκοειδείς εγκολπώσεις τής επιδερμίδας οι οποίες σχηματίζουν πλήθος παραλλήλως τοποθετημένων αγγειοβριθών ελασμάτων
δ) «τραχειακό στοιχείο»
βοτ. καθένα από τα υδαταγωγά κύτταρα τού αγωγού συστήματος και συγκεκριμένα τού ξυλώματος τών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τραχειακός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την τραχεία: Τραχειακή αιμορραγία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”